Η Σοσιαλδημοκρατία ήταν η πλέον πετυχημένη ιδεολογία του 20ου αιώνα. Κι αυτό γιατί επέλεξε να κάνει την ρήξη με τον ορθόδοξο μαρξισμό και να αρνηθεί δύο βασικές του προκείμενες: τον ιστορικό υλισμό και την πάλη των τάξεων.
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ολοένα και πιεζόμενες εργαζόμενες και μη μάζες από τον επελαύνοντα καπιταλισμό του 19ου αιώνα δεν μπορούσαν να περιμένουν τους νόμους της ιστορίας να μιλήσουν για τις τύχες των ανθρώπων. Οι υπαρκτές κοινωνικές διαιρέσεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίζονται με όρους περιχαράκωσης και ιδεολογικής αυτοαναφορικότητας, σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, αυτό που απλά ορίζουμε ως «κοινό καλό». Έπρεπε να επιτευχθεί η συμφιλίωση κεφαλαίου-εργασίας προκειμένου να παραχθεί ευημερία και να διαχυθεί δίκαια στο εσωτερικό της κοινωνίας (σκανδιναβικό μοντέλο).
Η χρεοκοπία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και η φρικαλεότητα του ναζισμού και του φασισμού που οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δικαίωσαν τη σοσιαλδημοκρατία αφότου συνέβησαν οι τραγωδίες, αφότου χάθηκαν ανθρώπινες ζωές και ευημερία.
Η Σοσιαλδημοκρατία ήταν η πλέον επιτυχημένη ιδεολογία του 20 αιώνα, διότι εμβάθυνε τη δημοκρατία και την κοινωνική προκοπή. Ούτε φτωχοποίησε τα κοινωνικά στρώματα, όπως συνέβη ιδίως από το 1975 και ύστερα, ούτε φτωχοποίησε τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως συνέβη στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Η σοσιαλδημοκρατία συμφιλίωσε τη δημοκρατία με τον καπιταλισμό δημιουργώντας την πλέον προωθημένη μορφή του κράτους πρόνοιας. Εμπεδώθηκε η αντίληψη ότι δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι, αν δεν είμαστε πρώτα ίσοι, ότι δεν μπορούν οι πλέον ευνοημένοι να ευημερούν και οι λιγότερο ευνοημένοι να μένουν παγιδευμένοι στα κατώτερα στρώματα της φτώχειας.
Και σήμερα, στην εποχή που χαρακτηρίζεται ως «κρίση της σοσιαλδημοκρατίας», οφείλουμε εμείς οι σοσιαλδημοκράτες να υπενθυμίσουμε το τι πετύχαμε ως κίνημα διεθνώς, να υπενθυμίσουμε τη συνεισφορά μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, να αγκαλιάσουμε την πολιτική μας κληρονομιά με τελικό σταθμό την Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ και το Κίνημα Αλλαγής ως ιστορική του συνέχεια, το οποίο αποτελεί τον αποκλειστικό φορέα της σοσιαλδημοκρατίας στην χώρα μας.
Σήμερα όμως χρειάζεται να κοιτάξουμε πέρα από τα κάδρα του ένδοξου παρελθόντος και επιτέλους να μιλήσουμε για το μέλλον της ιδεολογίας μας, σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται και εποχή του «τέλους των ιδεολογιών και των μεγάλων αφηγήσεων». Ως σοσιαλδημοκράτες πρέπει να σταθούμε αναστοχαστικά στις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η παγκοσμιοποίηση και να αγκαλιάσουμε την αμφιβολία, ανοιγόμενοι στο πέλαγος των ιδεών και αμφισβητώντας κατεστημένες ιδεολογίες και πεποιθήσεις, όπως τότε, τον 19ο αιώνα. Γιατί αναπόσπαστο στοιχείο της προοδευτικής ταυτότητας είναι η αμφισβήτηση. Αν δεν αμφισβητήσεις, πώς θα νιώσεις της ανάγκη να προοδεύσεις;
Η πρόοδος όμως δεν είναι ευθύγραμμη. Κάνει στάσεις, πισωγυρίσματα, ανάμεσα σε κίβδηλους απολογητές της και αυθεντικούς πολεμίους της. Και το καθήκον εκείνων που πιστεύουν πραγματικά στην πρόοδο έναντι των δυνάμεων της συντήρησης καθίσταται ολοένα και δυσκολότερο.
Ωστόσο οι σοσιαλδημοκράτες είναι εδώ για τα δύσκολα. Εξάλλου πέτυχαν αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο: Να συμφιλιώσουν το κεφάλαιο και την εργασία, να συμφιλιώσουν τις κοινωνικές τάξεις κάτω από το αίτημα της ευημερίας και της προόδου. Και σήμερα τα δύσκολα είναι και πάλι εδώ, καλούμενοι για ακόμη μια φορά να ενώσουμε και όχι να διχάσουμε, να δούμε πέρα από εξουσιαστικές μυωπίες που ταλανίζουν τους πολιτικούς μας αντιπάλους.
Απαλλαγόμενοι από αυτές τι βλέπουμε; Την υποχώρηση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης βλέπουμε και την πανηγυρική διάψευση τόσο των νέο-φιλελεύθερων, όσο και τον μαρξιστών: Ότι η οικονομία έχει το πρωτείο και η πολιτική είναι το εποικοδόμημα. Και όμως με μερικά tweets ο Πρόεδρος Τραμπ άλλαξε τους κανόνες της παγκοσμιοποίησης, όπως τουλάχιστον τη γνωρίσαμε από τον πόλεμο και μετά. Ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον έκλεισε το Βρετανικό Κοινοβούλιο προκειμένου να μην συζητηθεί το Brexit, το οποίο υποτίθεται έγινε για να αποκατασταθεί η οικονομική κυριαρχία της Βρετανίας. Αμφότεροι θεωρούν ότι μάχονται υπέρ της οικονομικής κυριαρχίας, αμφότεροι όμως ελαττώνουν την λαϊκή κυριαρχία. Κι αυτό συνιστά πρόκληση για εμάς τους Σοσιαλδημοκράτες: Η μάχη της Δημοκρατίας, η μάχη των θεσμών.
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η πρόοδος θέλει αναστοχασμό και αμφισβήτηση. Θέλει όμως και αποστασιοποίηση και αμεροληψία. Αποστασιοποίηση ως προς το διαρκές ζητούμενο κατάληψης ή επανακατάληψης της εξουσίας. Αμεροληψία ως προς την υπεράσπιση των θεσμών. Αν μοναδική σου μέριμνα είναι η κατάληψη ή ανακατάληψη της εξουσίας, τότε θεωρείς τους θεσμούς είτε ιδιοκτησία, είτε εμπόδιο. Για εμάς τους σοσιαλδημοκράτες οι θεσμοί μετρούν, όχι τα πρόσωπα. Δεν τους θεωρούμε εμπόδιο, ούτε φέουδο, αλλά κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού που πρέπει να γίνουν σεβαστοί από όλα τα πολιτικά δρώντα υποκείμενα. Αν δεν σεβόμαστε τους θεσμούς, τότε δεν έχουμε κράτος και αν δεν έχουμε κράτος, τότε δεν έχουμε οικονομία, άρα και ευημερία.
Αφού για εμάς οι θεσμοί μετρούν και αφού οι σοσιαλδημοκράτες έχουν πρωταρχικό μέλημα να δείξουν ότι αυτοδεσμεύονται από αυτούς, η πολιτική έχει το πρωτείο και η οικονομία είναι το εποικοδόμημα. Αν κάτι χρεοκόπησε στην Ελλάδα το 2010 δεν ήταν αποκλειστικά το οικονομικό μοντέλο. Ήταν το θεσμικό μας οικοσύστημα, το πολιτικό μας σύστημα, το οποίο παρήγαγε και παράγει πελατειασμό και εξάρτηση. Και αυτές είναι οι δύο βασικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία.
Υπάρχει ο δρόμος να παρουσιαστούμε δήθεν ως οι προστάτες των αδυνάμων, όχι με όρους ισοδυναμίας, αλλά με όρους κυριότητας. Να θεωρήσουμε ότι είναι ιδιοκτησία μας, ότι είναι ποσοστό μας, εκλογική βάση. Να τους υποσχεθούμε όχι άρση της κατάστασης αδυναμίας, αλλά επαναφορά μας στην εξουσία και διαιώνισή της ως φυσική νομοτέλεια.
Υπάρχει όμως και ο άλλος δρόμος, εκείνος που χάραξε το ΠΑΣΟΚ το 1974, όταν μίλησε για λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση.Προφανώς και σε σχέση με τότε έχουν αλλάξει οι εποχές, έχουν αλλάξει τα προτάγματα. Ωστόσο υποχρέωσή μας είναι να τα προσαρμόσουμε στο σήμερα, να τα εκσυγχρονίσουμε και να τους δώσουμε ένα διαφορετικό νόημα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Και η μεγαλύτερη ανάγκη είναι να σπάσουν τα κλειστά συστήματα που κρατούν τη χώρα μας πίσω, επιδιώκοντας όχι το δημόσιο συμφέρον αλλά την αυτοαναφορική αναπαραγωγή τους. Και επιπλέον, να πετύχουμε μια νέα μορφή κοινωνικής απελευθέρωσης, μέσω της χειραφέτησης του πολίτη από κάθε μορφής πάτρωνα, που συναντά στην οικογένεια, την δημόσια υπηρεσία, την ιδιωτική επιχείρηση, το Πανεπιστήμιο, το συνδικάτο.
Υπάρχει όμως και ο άλλος δρόμος, εκείνος που χάραξε το ΠΑΣΟΚ το 1974, όταν μίλησε για λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση.Προφανώς και σε σχέση με τότε έχουν αλλάξει οι εποχές, έχουν αλλάξει τα προτάγματα. Ωστόσο υποχρέωσή μας είναι να τα προσαρμόσουμε στο σήμερα, να τα εκσυγχρονίσουμε και να τους δώσουμε ένα διαφορετικό νόημα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Και η μεγαλύτερη ανάγκη είναι να σπάσουν τα κλειστά συστήματα που κρατούν τη χώρα μας πίσω, επιδιώκοντας όχι το δημόσιο συμφέρον αλλά την αυτοαναφορική αναπαραγωγή τους. Και επιπλέον, να πετύχουμε μια νέα μορφή κοινωνικής απελευθέρωσης, μέσω της χειραφέτησης του πολίτη από κάθε μορφής πάτρωνα, που συναντά στην οικογένεια, την δημόσια υπηρεσία, την ιδιωτική επιχείρηση, το Πανεπιστήμιο, το συνδικάτο.
Ο χειραφετημένος πολίτης θέλει και χειραφετημένους θεσμούς, οι οποίοι δεν αλλάζουν ανάλογα με τις ορέξεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Θεσμοί που θα αποτελούν αντίβαρα στην άσκηση εξουσίας και όχι απολογητές της. Και η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία αισθάνεται την ανάγκη να ξαναγράψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με όρους που θα είναι σεβαστοί από όλους και όχι από τους λίγους. Ο χειραφετημένος πολίτης δεν έχει ανάγκη ένα κράτος προστάτη, ή ένα κράτος διώκτη, που είτε θα τον διορίζει, είτε θα του περιορίζει την οικονομική ελευθερία. Αντίθετα, θέλει ένα κράτος αρωγό των ελευθεριών του, συμπαραστάτη στη δόμηση του ατομικού σχεδίου ζωής, παρακινητή στην άσκηση της πολιτικής συμμετοχής και των βασικών πολιτικών του ελευθεριών. Ο χειραφετημένος πολίτης δεν ψηφίζει μόνο για το συμφέρον του σε κάθε εκλογική διαδικασία, αλλά μεριμνά η ψήφος του να έχει ως γνώμονα το γενικό συμφέρον και όχι τις επιμέρους βουλήσεις φατριαστικών συντεχνιών.
Ο χειραφετημένος πολίτης χρειάζεται όμως και τη χειραφετημένη πληροφόρηση. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ έχουμε ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση χάρη στο διαδίκτυο. Σήμερα όμως περισσότερο από ποτέ έχουμε και τη χειραγώγηση της πληροφορίας προς όφελος εκείνων που την κατέχουν, αποτρέποντας τη δημιουργία μιας ανοιχτής δημόσιας σφαίρας ιδεών, όπου εκεί οι πολίτες ενημερώνονται, συμμετέχουν, αμφισβητούν, συνδιαμορφώνουν. Τα ΜΜΕ είναι η άγραφη τέταρτη εξουσία, ευθύνη της οποίας είναι να ελέγχει τις άλλες τρεις γραπτές και κατοχυρωμένες, με όρους διαφάνειας και λογοδοσίας. Αντ’ αυτού δυστυχώς σήμερα τι έχουμε; Εξαρτημένα ΜΜΕ από τον εκλογικό κύκλο και την κρατική εξουσία, τα οποία ασφυκτιούν είτε στον κρατικό, είτε στον ιδιωτικό έλεγχο. Τα ΜΜΕ δυστυχώς σήμερα δεν χειραφετούν τον πολίτη, αλλά τον στρατολογούν, ανάλογα με το ποια συμφέροντα εξυπηρετούν στην εκάστοτε συγκυρία. Τα ΜΜΕ από θεσμικό αντίβαρο έχουν μετατραπεί σε ακόμα ένα θεσμικό βάρος κι αυτό είναι κάτι που κρατά τον πολίτη εξαρτημένο, καθηλωμένο και καθοδηγούμενο.
Απαιτείται λοιπόν ένας πατριωτισμός των θεσμών κι αυτός είναι ο Ανένδοτος που πρέπει σήμερα να δώσουμε σήμερα εμείς οι σοσιαλδημοκράτες. Ο πατριωτισμός αυτός δεν γνωρίζει άβατα, αφορά όλους τους πολίτες που διαβιούν στην ελληνική επικράτεια, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, φύλου, θρησκεύματος και κοινωνικής καταγωγής. Ο πατριωτισμός αυτός δίνει την ανυποχώρητη μάχη για το κράτος δικαίου και την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιώνοντας και όχι υπονομεύοντας τη θεμελιώδη αρχή ότι οι πολίτες είναι ελεύθεροι και ίσοι.