Η όλη συζήτηση περί “ψήφου ανοχής” ξεκίνησε μετά τις δηλώσεις του κυβερνητικού εταίρου Πάνου Καμμένου και της Κ.Ο. των ΑΝΕΛ ότι δεν πρόκειται να ψηφίσουν την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέχεια της συζήτησης δήλωσε ότι σε περίπτωση απόσυρσης της εμπιστοσύνης της κυβέρνησης από του ΑΝΕΛ, η κυβέρνηση δεν θα προκηρύξει εκλογές, αλλά θα εξακολουθήσει να κυβερνά “με την ανοχή της Βουλής”, εν προκειμένω του Πάνου Καμμένου. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει τελικά το τι θα πράξει ο απρόβλεπτος και αναξιόπιστος κυβερνητικός εταίρος, ούτε είναι σε θέση να πει κανείς με σιγουριά αν ενδεχόμενη αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση είναι προσυνεννοημένη ή όχι.
Αυτό όμως που μπορεί κανείς να πει με σιγουριά είναι ότι κατά τρόπο εσφαλμένο και εθνικά επιζήμιο έχει συνδεθεί η μοίρα της κυβέρνησης με την μοίρα της ψήφισης ή μη της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και βέβαια, η διαφωνία του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου με μια Συμφωνία ορόσημο για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι πολιτικά εξαμβλωματική και κρισογόνα. Αν δεν ήταν, δεν θα συζητούσαμε αυτή τη στιγμή για την “ψήφο ανοχής”. Τι είναι όμως η “ψήφος ανοχής” κατά το Σύνταγμα; Για να το καταλάβουμε πρέπει να λάβουμε υπόψη τη διαφορά του να ζητήσει η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης και να υποβάλει η αντιπολίτευση πρόταση δυσπιστίας.
Στην πρώτη περίπτωση, βάσει των παρ. 1 και 6 του άρθρου 84 του Σ, μία κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε ψήφο εμπιστοσύνης. Σε αυτή την περίπτωση ο συνταγματικός νομοθέτης με γνώμονα την κυβερνητική σταθερότητα θεωρεί ότι μια κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής, ακόμη και με πλειοψηφία χαμηλότερη των 151 βουλευτών, αρκεί όμως να μην είναι χαμηλότερη των 120. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ακόμη και 145 (όλοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ) η κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής, αρκεί κατά την κρίσιμη ψηφοφορία να απέχει ένα συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών. Αν για παράδειγμα οι βουλευτές των ΑΝΕΛ απέχουν από την ψηφοφορία (σύνολο επτά), τότε η απόλυτη πλειοψηφία μετράται επί των παρόντων, δηλαδή 293, όπου και εκεί αναζητείται η απόλυτη πλειοψηφία. Βέβαια, μπορεί από την ψηφοφορία να μην απέχουν οι ΑΝΕΛ , αλλά και βουλευτές άλλων κομμάτων, όπως και ανεξάρτητοι. Επειδή η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει αυτή τη στιγμή αρραγής, ψήφο εμπιστοσύνης μπορεί να απολαμβάνει κατά το υπόλοιπο του κοινοβουλευτικού βίου της κυβέρνησης. Εντούτοις, η πολιτική της νομιμοποίηση θα είναι τραυματισμένη και η παρουσία της στα κοινοβουλευτικά χρονικά πρωτόγνωρη. Και βεβαίως μια κυβέρνηση “με την ανοχή” των ΑΝΕΛ σημαίνει μια κυβέρνηση υπό ομηρία, που εξαρτάται από τον αριθμό των παριστάμενων Βουλευτών, τους οποίους αρκεί ο Π. Καμμένος, ο Β. Λεβέντης ή η Χρυσή Αυγή να “διατάζουν” να μπαινοβγαίνουν στην αίθουσα για να υπάρχει ο αναγκαίος αριθμός, στο πλαίσιο συμφωνίας που από τη μία δεν ρίχνει την κυβέρνηση αλλά από την άλλα καταφέρνουν να “εκβιάζουν” ρουσφέτια από την κυβέρνηση μειοψηφίας.
Στην δεύτερη περίπτωση, τα πράγματα φαντάζουν απλούστερα συνταγματικά, αλλά δυσχερέστερα για την αντιπολίτευση. Η πρόταση δυσπιστίας οφείλει κατά το εδάφιο β’ της παραγράφου 6 του άρθρου 84 του Σ να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151. Με άλλα λόγια πρέπει να βρεθούν 151 βουλευτές που θα υπερψηφίσουν την πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης. Μόνο τότε αίρεται η εμπιστοσύνη της Βουλής. Δεν μας απασχολεί πόσοι είναι οι παρόντες, ούτε πέφτει το όριο με τους απόντες. Πρέπει να βρεθούν 151. Ακόμη και 150 ψήφους να λάβει η πρόταση δυσπιστίας, η κυβέρνηση εξακολουθεί να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Συνοψίζοντας, αυτό που θα πρέπει να έχουμε διαρκώς κατά νου, είναι πως η κρίση στη χώρα μας δεν έχει ξεπεραστεί. Και τυχόν επιστροφή αυτής, υπό οποιαδήποτε μορφή, μπορεί να μας οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο και τη χώρα στα βράχια. Η χώρα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, σαφή αναπτυξιακό προσανατολισμό, θωράκιση της δημοκρατίας και θεσμικές αλλαγές υπέρ των πολλών. Τούτο συνεπάγεται, τουλάχιστον, σταθερές κυβερνήσεις, είτε αυτόνομες είτε συνεργατικές. Μία κυβέρνηση μειοψηφίας η οποία δεν διασφαλίζει την υπερψήφιση νομοσχεδίων, δημιουργεί ένα στάτους εθνικής αποσταθεροποίησης και εντείνει την πολιτική παραφιλολογία, αποδυναμώνει συνολικά τη χώρα. Όταν μάλιστα αυτή η κυβέρνηση στηρίζεται στην ανοχή του Καμμένου, του Λεβέντη ή του Μιχαλολιάκου, είναι βέβαιο ότι θα δυσκολευτεί να υπηρετήσει με επάρκεια τα συμφέροντα της χώρας. Σε περίπτωση απώλειας ή ευθείας αμφισβήτησης της δεδηλωμένης τη λύση μπορεί να τη δώσει μόνο ο κυρίαρχος λαός μέσω της διενέργειας εκλογών το συντομότερο δυνατόν.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Πρωινή του Κιλκίς, στις 9/1/19