Διαβάζω την πτώση του ποσοστού δημοφιλίας του Μπάιντεν για την απόφασή του να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, όπως επίσης και την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, κάτι που καταγράφεται ως γεγονός. Το πολιτικό ερώτημα όμως είναι αν έπραξε σωστά ή όχι ο Αμερικανός πρόεδρος.
Τα βασικά επιχειρήματα αυτής της απόφασης είναι τρία:
1) Η αποστολή του 2001 είχε ως στόχο την αντιμετώπιση της Αλ Κάιντα και την αποτροπή περαιτέρω τρομοκρατικών επιθέσεων. Αυτό ήταν και το ζωτικό εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ. – Σήμερα, αυτός ο λόγος δεν υφίσταται· επιπλέον για το γεγονός ότι η τρομοκρατία δεν βρίσκεται συγκεντρωμένη σε ένα μέρος και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους γεωγραφίας.
2) Στον 20ετή απολογισμό, ο Μπάιντεν έκανε αναφορά στις απώλειες ανθρώπων και χρήματος. Ο ίδιος επισημαίνει ότι χάθηκαν άνθρωποι, ξοδεύτηκαν δις και έδωσαν μία μάχη στην οποία δεν συμμετείχαν στον επιθυμητό βαθμό τα ίδια τα Αφγανικά στρατεύματα τα οποία οι ΗΠΑ εξόπλισαν και εκπαίδευσαν για αυτό το σκοπό. – Το επιχείρημα περί στρατιωτικής εκπαίδευσης των Αφγανών το αποδομεί με γλαφυρό τρόπο σε άρθρο του στους NY Τimes ο Τόμας Φρίντμαν: «Το να σκέφτεσαι ότι πρέπει να εκπαιδεύσεις Αφγανούς πώς να πολεμούν είναι σαν να σκέφτεσαι ότι πρέπει να εκπαιδεύσεις τους νησιώτες του Ειρηνικού πώς να ψαρεύουν». Οι Αφγανοί ξέρουν πώς να πολεμούν. Το κάνουν πολλές δεκαετίες τώρα. Πολεμούν μεταξύ τους, με τους Βρετανούς, με τους Σοβιετικούς ή με τους Αμερικανούς .
Δύσκολα όμως θα βρει κανείς τη θέληση να πολεμήσει για ένα καθεστώς διεφθαρμένων φιλοδυτικών κυβερνήσεων. Η εθνική ανεξαρτησία που επικαλούνται ακόμη και οι ακραίες τοπικές δυνάμεις (εν προκειμένω οι Ταλιμπάν) περιέχει πιο ισχυρά κίνητρα, ενώ η αξιοποίηση της θρησκείας εμπλουτίζει με πίστη και θέληση τη μάχη για την υποτιθέμενη «ελευθερία». Τούτο καθιστά τη μάχη άνιση και το αποτέλεσμα αρνητικό (για μας).
3) Εγκατάσταση δημοκρατίας: Παρότι ο Μπάιντεν τονίζει ότι ο στόχος των ΗΠΑ δεν ήταν η οικοδόμηση κράτους και η ίδρυση ενιαίας, κεντροποιημένης δημοκρατίας, είναι προφανές ότι ήταν το επιθυμητό για τις ΗΠΑ αλλά και για εμάς τους υπόλοιπους.
– Αυτό είναι όμως και το πιο ενδιαφέρον σημείο. Διότι η Δημοκρατία δεν επιβάλλεται. Είναι, μάλιστα, απολύτως αντιφατική ως πρακτική, διότι η δημοκρατία και η εδραίωσή της αφορά τους ίδιους τους πολίτες του Αφγανιστάν και μόνο. Αυτό που θα μπορούσε, ως παρέμβαση, ο διεθνής παράγοντας, είναι να δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις σε μία κρίση ούτως ώστε να οργανωθούν τοπικές δυνάμεις και να διεκδικήσουν το πολίτευμα που επιθυμούν. Μέχρι εκεί. Και τούτο σημαίνει τον λιγότερο δυνατό χρόνο παραμονής εξωτερικών δυνάμεων στην όποια χώρα. Ο,τιδήποτε περαιτέρω, έχει ουρές και συμφέροντα εκτός θέματος.
Επειδή στον αιώνα που διανύουμε, η δημοκρατία θα δώσει μάχη για την εδραίωση και την επέκτασή της έναντι των αυταρχικών και ημι-αυταρχικών καθεστώτων (2/3 της γης), θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο τρόπος επίτευξης του στόχου αυτού δεν είναι η επιβολή της· αλλά η παρουσία της ως καλό παράδειγμα ευημερίας των λαών και ως αλλαγή παραδείγματος για τις χώρες που τελούν υπό τον έλεγχο δικτατόρων. Και σε αυτή τη σύγκρουση ο ρόλος του λαϊκισμού θα είναι σημαντικός και επιβαρυντικός για την προσπάθεια διατήρησης και επέκτασης της δημοκρατίας. Σήμερα, στο Αφγανιστάν, το 70% των πολιτών είναι κάτοχοι κινητών τηλεφώνων και έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ. Το ίδιο και περισσότερο συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Η σύγκριση που θα γίνεται με τις δημοκρατίες είναι το δυνατότερο όπλο που διαθέτει η δημοκρατία στη νέα εποχή της πληροφορίας και των νέων τεχνολογιών. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι πολλοί νικούν τους λίγους -και πάντα θα δημιουργούνται οι συνθήκες γι’ αυτό.
Συνοψίζοντας, ο Μπάιντεν δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του και δείχνει για ακόμη μία φορά τι σημαίνει πραγματική ηγεσία. Διότι οι ηγεσίες αναδεικνύονται και μέσα από τις ήττες. Και πρόκειται σαφώς για μία ήττα. Όμως ο Μπάιντεν παίρνει μία απόφαση δύσκολη αλλά ορθή. Και μάλιστα αναλαμβάνει ο ίδιος το κόστος λέγοντας χαρακτηριστικά ότι δεν θα επαναλάβει τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν ούτε θα χρεώσει στους προγενέστερους της απόφασή του. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον αν θα φύγουν οι αμερικανικές δυνάμεις αλλά το πώς θα φύγουν (εδώ πρέπει να εστιάσουμε την κριτική μας).
Εντύπωση επίσης μού κάνουν τα όψιμα κροκοδείλια δάκρυα πολλών. Οι εικόνες των ανθρώπων που κρέμονται και πέφτουν από τις ρόδες αεροπλάνων ή των μητέρων που πετούν τα παιδιά τους από τα συρματοπλέγματα είναι πολύ δυνατές και σοκάρουν. Όμως δεν αρκούν οι όψιμα διατυπωμένες ευαισθησίες αυτών που μέχρι χθες αδιαφορούσαν ή δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτό. Όλοι κάτι θα πρέπει να κάνουμε γι΄ αυτό.
Η διπλωματία, η διεθνής επιρροή, η ανθρωπιστική βοήθεια, η ανάδειξη βασικών δικαιωμάτων του Αφγανικού λαού και κυρίως των γυναικών, θα πρέπει να έχει μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση και μία συνέπεια στο χρόνο από όλες τις δημοκρατίες του κόσμου. Αν χρειαστεί να γίνει με πιο συντονισμένο τρόπο, να γίνει. Πρέπει να βοηθήσουμε όλοι, με κάθε τρόπο. Όμως, στο τέλος, ο ίδιος ο Αφγανικός λαός είναι αυτός που θα αποφασίσει για το μέλλον του.